ιστουργια

ιστουργια
    ἱστουργία
    ἱστ-ουργία
    ἥ ткачество Plat.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ιστουργια" в других словарях:

  • ἱστουργία — ἱστουργίᾱ , ἱστουργία fem nom/voc/acc dual ἱστουργίᾱ , ἱστουργία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιστουργία — ἱστουργία, ἡ (Α) [ιστουργός] η τέχνη τού ιστουργού, η υφαντική …   Dictionary of Greek

  • ἱστουργίᾳ — ἱστουργίαι , ἱστουργία fem nom/voc pl ἱστουργίᾱͅ , ἱστουργία fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱστουργίας — ἱστουργίᾱς , ἱστουργία fem acc pl ἱστουργίᾱς , ἱστουργία fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱστουργίαι — ἱστουργία fem nom/voc pl ἱστουργίᾱͅ , ἱστουργία fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱστουργίαν — ἱστουργίᾱν , ἱστουργία fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱστουργίαις — ἱστουργία fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιστοπονία — ἱστοπονία, ἡ (Α) [ιστοπόνος] η εργασία στον αργαλειό, η ιστουργία* …   Dictionary of Greek

  • ιστουργικός — ἱστουργικός, ή, όν (Α) [ιστουργός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ιστουργό ή στην ιστουργία 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἱστουργική (ενν. τέχνη) η υφαντική …   Dictionary of Greek

  • ιστός — Κατάρτι πλοίου (βλ. λ. κατάρτι ή ιστός)· αργαλειός· δικτυωτό πλέγμα. (Ανατ.) Άθροισμα κυττάρων, μορφολογικά διαφοροποιημένων, που συνδέονται μεταξύ τους με μεσοκυττάρια ουσία και επιτελούν συγκεκριμένη λειτουργία στον οργανισμό. Ένα σύνολο ι. που …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»